Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

La novela caballeresca - La obra "Curial e Güelfa"



Curial e Güelfa es una de las obras más importantes del género caballeresco escrita en catalán. Obra característica del siglo XV, escrita posiblemente entre 1432 y 1468, narra las aventuras de armas, las adversidades y las desgracias de su protagonista, Curial, en el marco de una trama amorosa determinada por la fidelidad de un caballero modelo y los celos de su amante Güelfa. Comparando Curial e Güelfa con Tirant lo Blanch vemos que la obra de Martorell muestra más méritos narrativos. Sin embargo, Curial es, por los personajes, por la acción y por la manera de composición, una obra que se distancia notablemente de los libros de caballerías, tan populares durante el Medioevo. Su autor, en pleno conocimiento de que inauguraba un género inédito, sabe manejar sus materiales ingeniosamente para crear una novela de mucho valor, que puede ser al mismo tiempo fantástica y realista, caballeresca y cortesana, sentimental y de aventuras, una novela que recuerda los tiempos artúricos, pero se sitúa en un reinado histórico, el de Pedro el Grande. En fin, una novela perfectamente adaptada a los renovados gustos culturales del momento en un lugar y en una altura en que las lecciones de Petrarca han sido en buena parte asimiladas. La novela ha llegado hasta nosotros por un manuscrito anónimo, el cual mencionó por primera vez el escritor Manuel Milà i Fontanals en 1876 y fue publicado en 1901 por Antoni Rubió i Lluch.

La novela se compone de tres libros. En el primer libro leemos cómo Curial, un caballero pobre, recibe una importante educación gracias a la protección de la joven Güelfa. Pronto se ve obligado a alejarse de su protectora, con la que está enamorado, y se va a Austria para liberar a la duquesa de Ostalrich de una acusación falsa. Allí se le ofrece a casarse con Laquesis, la hermana de la duquesa. Si bien Curial permanece fiel a su amante Güelfa y rechaza la oferta, Güelfa tiene cuenta de lo que sucede en Austria y tiene un profundo sentimiento de frustración y de celos.

En el segundo libro, en el que Curial muestra su disposición para hacerse un perfecto caballero y mantenerse a toda costa en el camino elegido, hay una gran diversidad de aventuras y de viajes, y notamos que Laquesis intenta incesantemente conseguir el amor de Curial. Se produce una serie de episodios, los más importantes de los cuales son el encuentro con los caballeros aragoneses y con el rey de Aragón, Pedro el Ceremonioso, el torneo que convoca el rey de Francia y la llegada del héroe a París. Aunque Curial vive momentos de éxito como caballero en la corte de París, la maledicencia vuelve a dañarlo, y se encuentra desfavorecido por el rey de Francia e ignorado por su amante Güelfa, el favor de la cual intenta en vano recobrar. Una escena muy importante en el libro II es el famoso episodio que tiene lugar en el monasterio de monjas donde han ido Curial con su doncella Arta.

El tercer libro comienza con el viaje de Curial a Tierra Santa y continúa con su llegada a Grecia, donde Curial tiene el primer sueño mitológico en el monte Parnaso, en el cual se asentarán las bases de un nuevo modelo poético que seguirá el realismo y la autenticidad. Dejando Grecia, naufraga en las costas del norte de África, donde pasa siete años cautivo hasta que, gracias a la protección que le ofrecen unas mujeres moras, una de las cuales incluso se enamora de él, y gracias a la ayuda de algunos nobles cristianos, vuelve a Francia y se hace rico. Estando en Francia tiene su segundo sueño mitológico. Baco se le aparece rodeado por las Artes Liberales, y sus palabras contra la lujuria despierten a Curial, quien tiene cuenta de que ha abandonado las maneras del buen caballero. Curial entonces decide volver al estudio y a la disciplina militar y vuelve a Montserrat, donde, después de superar varios obstáculos, recibe de nuevo el favor de Güelfa, quien accede a desposarse con Curial.

Cada uno de los tres libros de Curial comienza con un prólogo que cuenta lo que va a suceder después. Dicha estructuración indica, según Ysern, que el autor de la obra es plenamente consciente de su papel de novelista y sabe manejar su materia de un modo claramente literario para crear una novela.

Fuentes

Muchísimas son las fuentes que se pueden detectar en la obra: materiales catalanes, italianos del siglo XIV, franceses, provenzales, griegos y latinos clásicos, etc. También la mitología desempeña un papel sumamente importante, trasmitiéndonos nociones morales que dan forma a la personalidad del héroe.

Síntesis de factores

El Curial e Güelfa se puede caracterizar como obra de transición entre dos edades, la Edad Media y el Renacimiento. En la obra coexisten de un modo armónico los dos mundos, y hay una confluencia de factores que caracterizan, además, la introducción del humanismo: por un lado, el uso de un gran número de fuentes de todo tipo, la conjugación de géneros como los romans artúricos, las novelle italianas y las crónicas históricas, mezclados con sueños mitológicos y evocaciones de escenas famosas de otras obras, producen un hibridismo que, en el caso de Curial, es muy armónico. En la obra se nota un juego de causas y efectos que no se distancian de la lógica y la verosimilitud, e incluso en los momentos de alejamiento de la lógica se puede encontrar una justificación literaria y estética; por otro lado, se manifiesta claramente el ideal del buen caballero, como hombre de armas y letras, un ideal en que se puede apreciar la ideología humanista. Porque si las virtudes del buen caballero son también las tradicionales, al mismo tiempo tienen una dinámica renovada. El amor no sólo respeta la legalidad, sino también implica el erotismo y el humor. Y la conversión del héroe se debe no sólo a las palabras de un Santo Padre, sino también a un sueño en el que habla un dios mitológico, elemento humanista por excelencia. Existe una gran independencia del espíritu y un afán artístico altamente innovador.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Βικτόρια ντε λος ΄Ανχελες, η καταλανή Ναϊάδα


(Πηγή φωτογραφίας)

****Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Galería hispánica του φίλου του ιστολογίου που υπογράφει με το ψευδώνυμο Καλοπροαίρετος.

Πριν καμιά τριανταπενταριά χρόνια, σε προ διαδικτύου και πακτωλού πληροφόρησης εποχές, το Τρίτο Πρόγραμμα του κρατικού ραδιοφώνου, και ειδικά οι εκπομπές 'Ο συνθέτης της εβδομάδας' και 'Βραδιά όπερας', στάθηκαν η βασική πηγή μύησής μου στην κλασσική μουσική.

Πολλές εκπομπές τις ηχογραφούσα σε κασσέτες και, επανακούγοντάς τις αργότερα σε συνδυασμό με την ελάχιστη βιβλιογραφία, πάσχιζα να αυτοεκπαιδευτώ.

Εκτός από τα φαβορί, το Τρίτο έβαζε και δύσκολα, κάτι Πουλένκ, κάτι Σκριάμπιν, πού να μπορέσω να παρακολουθήσω• το πάλευα όμως.

Και κάποια στιγμή, ακούω το μοτέτο "Exsultate, jubilate" του Μότσαρτ, με μια φωνή που όμοιά της δεν είχα ξανακούσει• μια φωνή πολύ γλυκιά, περισσότερο και από της Κίρι, πολύ φωτεινή, περισσότερο και από της Τεμπάλντι, φυσική, πηγαíα, χωρíς αυτó το επιτηδευμένο που έχουν οι οπερατικές φωνές, γήινη αλλά και ουράνια μαζί.

Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με την καταλανή σοπράνο Βικτόρια ντε λος Άνχελες. Προδήλως, με κέρδισε ισοβίως.

Η Βικτόρια ήταν σύγχρονη με την Κάλλας, τη Σάδερλαντ και την Τεμπάλντι. Η καριέρα της εκτάθηκε από το 1947 ως το 1992• η ακμή της ήταν μεταξύ περίπου 1955-1965. Διακρίθηκε εξίσου τόσο με πολυμελείς ορχήστρες στη δυναμική σκηνή της όπερας, όσο και με συνοδεία μόνο ένα πιάνο στο στατικό πάλκο των ρεσιτάλ, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για λυρικό αοιδό (προσωπικά, μόνο τη Σβάρτσκοπφ ανακαλώ). Μετά το 1961 εντόπισε και σταδιακά περιόρισε τις εμφανίσεις της σε ρεσιτάλ με παραδοσιακά και σύγχρονα τραγούδια -στο εξής, για συντομία, άσματα- της Ισπανίας και της Καταλωνίας, αλλά και γερμανικά λίντερ, και γαλλικά σανσόν, και ιταλικά κάντι.

Δεν ήταν εμφανισιακά προικισμένη, δεν είχε, π.χ., την ηραία θεοπρέπεια της Κάλλας, τη βαλκυρική επιβλητικότητα της Νίλσσον ή τη χολλυγουντιανή φινέτσα της Μόφφο• η καημένη, μια ταπεινή Αλόζα* ήταν. (*Νύμφη των ποτάμιων και λιμναίων υδάτων, το καταλανικό αντίστοιχο της αρχαιοελληνικής Ναϊάδας)

 
(Πηγή φωτογραφίας)

Επιπλέον, δεν ήταν τύπος που απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα, ούτε διέθετε στίφη αφοσιωμένων θαυμαστών.

Μολαταύτα, ο εγκάρδιος χαρακτήρας και η καταδεκτική συμπεριφορά της δημιουργούσαν οικειότητα• πιθανόν γι' αυτό αναφέρομαι συχνά σε αυτήν ως 'θεία Τόρι' (και στις, περίπου σύγχρονές της, Μονσερράτ Καμπαγιέ ως 'θεία Μόντσε' και Τερέσα Μπεργάνσα ως 'θεία Τέρε', και στη, λίγο προγενέστερή της, Κοντσίτα Σουπερβία ως 'θεία Κόντσα').

Οι ερμηνείες της, τόσο σε μεμονωμένες άριες, όσο και σε πλήρεις όπερες, διέπονται από βαθιά κατανόηση του ρόλου, και ανάλογη προσαρμογή του ύφους της. Ερμήνευσε στη σκηνή και ηχογράφησε πλήθος ολοκληρωμένων οπερών, σε ρόλους που εκτείνονται από την Αντζέλικα στον Ορλάνδο μαινόμενο του Βιβάλντι μέχρι την Αντωνία στα Παραμύθια του Χόφφμαν του Όφφενμπαχ. Η γλώσσα δεν ήταν εμπόδιο: η εκφορά και η προφορά της στα ιταλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα αγγλικά ήσαν άμεμπτες.

Στην εύκολη και αβανταδόρικη άρια "O mio babbino caro" από τον Τζιάννι Σκίκι του Πουτσίνι, δίνει μιαν ανάλαφρη, παιγνιώδη ερμηνεία• μπορεί κανείς ν' ακούσει το χαμόγελό της, το δε χαρακτηριστικό της αέρινο, ταχύτατο γκλισσάντο στο andrei (sul Ponte Vecchio), θα το ζήλευαν και οι καλύτερες κολορατούρες.

 
Βικτόρια ντε λος Άνχελες, "O mio babbino caro", από τον Τζιάννι Σκίκι του Πουτσίνι (1958)

Ήδη ανακύπτει ένα σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο στην ερμηνεία της: σε αντίθεση με τις σύγχρονές της, απουσιάζουν οι λαρυγγικοί τόνοι, η κρύα μεταλλική χροιά και το αναίτιο τρέμολο, κάτι που, σε σημεία, δίνει την εντύπωση ότι δεν τραγουδά, αλλά διηγείται.

Στην άρια "As when the dove laments her love" από την όπερα Άκις και Γαλάτεια του Χαίντελ δίνει μια υποδειγματική μπαρόκ ερμηνεία• η χροιά της θυμίζει συστοιχία από γυάλινα καμπανάκια, τα δε ποικίλματά της και ειδικά οι τρίλλιες της είναι εκθαμβωτικά.

Στην πανδύσκολη, τόσο τεχνικά όσο και ερμηνευτικά, άρια "Ebben? Ne andrò lontana" από την όπερα La Wally του Καταλάνι, δίνει μια σύνθετη λυρική ερμηνεία. Οι αλλαγές στην ένταση, στη ρυθμική αγωγή, και κυρίως στα συναισθήματα, αποδίδονται άψογα. Το, κατά την παρτιτούρα, χαμηλόφωνο dolcissimo con espressione τού "O della madre mia casa gioconda", καμία δεν μπόρεσε να το αποδώσει καλύτερα. Δεν αναφέρομαι καν στην πανίσχυρη κορώνα προς το τέλος: αν δεν την έχεις, απλώς δεν αγγίζεις την προκείμενη άρια. Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη εκτέλεση δεν σταματά, όπως στις μέρες μας, στο "E fra le nubi d'ôr", αλλά συνεχίζει και αποκλιμακώνεται με το δυσοίωνο "Ma fermo è il piè", κλπ.

Οι ερμηνείες της ως Βιολέττα στην Τραβιάτα και ως Αμέλια στον Σιμόν Μποκανέγκρα, αμφότερα Βέρντι, είναι εμβληματικές. (Η φωτογραφία της στην αρχή του κειμένου είναι από την εμφάνισή της ως Βιολέττα στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης το 1957.)

Οι ηχογραφήσεις της ως Μανόν (1953) στην ομώνυμη όπερα του Μασσνέ, ρόλου που, λόγω της δυσκολίας του, έχει χαρακτηριστεί ως 'η γαλλική Ιζόλδη', και ως Μαργκερίτ (1955) στον Φάουστ του Γκουνώ, θεωρούνται κατά πολλούς οι πληρέστερες.

Αλλά και Βάγκνερ ερμήνευσε η θεία Τόρι• οι ηχογραφήσεις της ως Ελίζαμπεθ στον Τανχώυζερ (1961) και ως Έλζα στον Λόενγκριν (1964), στέκονται ισότιμα δίπλα στις αξεπέραστες της Νίλσσον και της Φλάκστατ. Ένας δειγματισμός τών, π.χ., "Dich teure halle grüß ich wieder" και "Einsam in trüben Tagen" αντιστοίχως, είναι εύγλωττος.

Η Βικτόρια συνεργάστηκε με τους επιφανέστερους λυρικούς αοιδούς της εποχής της, όμως το ταίρι της το βρήκε στον Γιούσσι Μπγιέρλινκ, τη γλυκύτερη ίσως φωνή τενόρου στην ιστορία. Το αισθητικό αποτέλεσμα των ντουέτων τους στη Μαντάμα Μπατερφλάι και στη Μποέμ είναι μαγικό• και να σκεφτεί κανείς ότι, όσοι είχαν το προνόμιο να ακούσουν ζωντανά τους παλαιότερους λυρικούς καλλιτέχνες, και ειδικά εκείνους που φημίζονταν για τη γλυκύτητα και τη θέρμη της φωνής τους -αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα από τη Βικτόρια και τον Γιούσσι δύσκολα μπορούν να προταθούν-, ομονοούν στο ότι οι ηχογραφήσεις δεν έχουν αιχμαλωτίσει παρά μέρος μόνο των ηχοχρωμάτων τους.

 
Γιούσσι Μπγιέρλινκ και Βικτόρια ντε λος Άνχελες, "O soave fanciulla" (από το 10'00''), από τη Μποέμ του Πουτσίνι (1956)

Οι Γιούσσι και Βικτόρια έχουν συμπράξει και σε μία από τις καλύτερες ηχογραφήσεις (1953) των Παλιάτσων του Λεονκαβάλλο. Με την ευκαιρία, ένα παραλειπόμενο: Όπως είναι γνωστό, λόγω της μικρής τους διάρκειας, οι Παλιάτσοι συνήθως παίζονται την ίδια βραδιά μαζί με την (για την ακρίβεια, μετά την), επίσης μικρής διάρκειας, Καβαλλερία ρουστικάνα του Μασκάνι. Η αθεόφοβη η Βικτόρια είχε ερμηνεύσει μία τουλάχιστον φορά, στην ίδια παράσταση, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και στις δύο όπερες! Σε μια παράσταση Cav/Pag, δεν είναι σπάνιο να παίζει ο ίδιος βαρύτονος τον Άλφιο και τον Τόνιο, οι ρόλοι είναι σύντομοι• όμως, Σαντούτσα και Νέντα το ίδιο βράδυ;!

Οι ερμηνείες της σε άσματα, εξ ορισμού λιγότερο απαιτητικές συνθέσεις, διακρίνονται για την απλότητα και την αμεσότητά τους, και την πλήρη απουσία φωνητικής επίδειξης.

Μερικοί -οι περισσότεροι- λυρικοί αοιδοί, κατά την απόδοση ασμάτων, συνοδεύονται από πολυπρόσωπες ορχήστρες και χορωδίες, και τα ερμηνεύουν περίκομψα, προβάλλοντας περισσότερο τους ίδιους και λιγότερο τα άσματα. Αντιθέτως, η Βικτόρια ηνιοχούσε και υπέτασσε τη φωνή της, υπηρετώντας με λιτότητα τα άσματα: έπαιρνε κάποια petits riens (μικρά τίποτα), γιατί τέτοια είναι, συγκρινόμενα με τις συνθέσεις της συμφωνικής μουσικής, τα άσματα, και τους έδινε άλλη διάσταση.

Η ερμηνεία της στο καταλανικό τραγούδι του 16ου-17ου αιώνα El mariner μού δημιουργεί την εικόνα μιας καλοκάγαθης γιαγιάς που αφηγείται ιστορίες στα εγγόνια της.

 
Βικτόρια ντε λος Άνχελες, El mariner, καταλανικό παραδοσιακό τραγούδι (1992)

Η ερμηνεία της στο ληντ του Μπραμς An die Nachtingall καταδεικνύει τη ζηλευτή προσαρμοστικότητά της σε μεγάλη ποικιλία υφών.

Η ερμηνεία της στο ποίημα Los cuatro muleros του Λόρκα δεν έχει ίχνος περιττής θεατρικότητας και δραματικότητας, και όμως είναι τόσο μεστή συναισθηματικά.

Είναι βέβαιο ότι οι φωνητικές και εκφραστικές δυνατότητες της Βικτόρια δεν εξερευνήθηκαν πλήρως. Χαρακτηριστικό δείγμα, το "Canción del amor dolido", το πρώτο από τα τρία σύντομα τραγούδια από τον Μάγο έρωτα του ντε Φάλια. Η Βικτόρια, με σκουρυμένη φωνή, ώστε να ακούγεται ως μέτσο -όπως ορίζει ο συνθέτης-, με τη ρωμαλέα, κοφτή, πυρετική, επιδεικτική εκφορά των κανταόρας, ακολουθώντας κατά γράμμα τις λεπτομερείς οδηγίες του ντε Φάλια -con angustia, con desvarío, con locura κοκ.-, και με προφορά βέρας γαδιτάνας (mardito αντί maldito, farta αντί falta, toíta αντί todita, abrasá αντί abrasada, orvía αντί olvida, πραγμάτωση του τελικού s του άρθρου στο las penas ως αχνό ουρανικό /χ/), είναι αγνώριστη. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, ακολουθεί η έκπληξη, και μένει ο θαυμασμός.

 
Βικτόρια ντε λος Άνχελες, "Canción del amor dolido", από τον Μάγο έρωτα του ντε Φάλια (1964)

Πολύ θα ήθελα να υπήρχαν ηχογραφήσεις της Βικτόρια σε καθαρά φωνητικές -χωρίς λόγια- συνθέσεις, π.χ. το Βοκαλίζ του Ραχμάνινωφ, το κονσέρτο για κολορατούρα σοπράνο του Ρέινγκολντ Γκλιέρ (Glière), ή ακόμα και το κονσέρτο για φωνή του Σεν-Πρε (Saint-Preux). Ιδανικά, θα ήθελα να είχε ερμηνεύσει μέρη σόλο οργάνων σε συμφωνικές συνθέσεις, π.χ. του βιολιού στη "Méditation" από τη Θαΐδα του Μασσνέ ή της τρομπέτας στο ρόντο του κονσέρτου του Χάυδν• για καθένα από αυτά, θα μιλούσαμε για αυτόνομη σπουδή στην ανθρώπινη φωνή. Δυστυχώς δεν υπάρχουν.

Παρόντων ιερών τεράτων όπως η Κάλλας και η Σάδερλαντ, η Βικτόρια σαφώς και δεν είναι η καλύτερη σοπράνο της ιστορίας, ούτε καν της γενιάς της. Από την άλλη, δεν μπορεί να αγνοηθεί αυτό το μοναδικό, και έκτοτε ανεπανάληπτο, δυσκολοπερίγραπτο 'κάτι' του ηχοχρώματος και των ερμηνειών της.

Η Βικτόρια, όχι περισσότερο από την Κάλλας και τη Σάδερλαντ, αλλά όχι λιγότερο από την Τεμπάλντι και την Καμπαγιέ (περιορίζομαι στις γυναικείες φωνές), συνετέλεσε στις δεκαετίες του '50 και του '60 στην αναβίωση και εκλαΐκευση της όπερας, ιδίως του μπελ κάντο. Χωρίς αυτές, είναι αμφίβολο αν θα είχαν προκύψει, ή κατ' ελάχιστον αν θα είχαν τόσο ευρεία αναγνωρισιμότητα και δημοφιλία, χτες η Νετρέμπκο και η Γκεοργκίου, σήμερα η Περετγιάτκο και η Παπαθανασίου, αύριο ίσως η Γιόντσεβα και η Γιάχο.

Αν έπρεπε να αποδώσω στη φωνή της ένα επίθετο, θα την έλεγα μεσογειακή. Η Βικτόρια γεννήθηκε στη Βαρκελώνη• θα μπορούσε να έχει γεννηθεί στη Σούσα, στο Σάσσαρι, στην Πύλο, στη Βεγγάζη, σε οποιαδήποτε παραμεσόγεια πόλη: η φωνή της περιέχει το ασημοπράσινο της φυλλωσιάς του μαροκινού λιόδεντρου, το πορτοκαλόχρυσο της αιγαιακής δύσης, την ίδια τη Μεσόγειο.

Ο βάσκος πιανίστας Χοακίν Ατσούκαρρο είχε πει: "Η Βικτόρια ντε λος Άνχελες είναι η μία από τις δύο καλύτερες σοπράνο του 20ού αιώνα. Την άλλη ας τη διαλέξει ο αναγνώστης".

Συντάσσομαι.